- πατούχα
- ηπατούσα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πατούσα — και πατούνα και πατούχα, η 1. το πέλμα τού ανθρώπινου ποδιού 2. συνεκδ. το μέρος τής κάλτσας που αντιστοιχεί στην πατούσα, στο πέλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τής μτχ. τού ρ. πατώ. Ο τ. πατούνα < πατούσα κατ επίδραση της λ.… … Dictionary of Greek
πατούχας — ο άνθρωπος που διακρίνεται για το μέγεθος τών πελμάτων του, που έχει μεγάλα πέλματα, μεγάλες πατούσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατούχα + μεγεθ. κατάλ. ας (πρβλ. πόντικ ας: ποντίκι)] … Dictionary of Greek
Κατράκης, Μάνος — (Κίσσαμος Κρήτης 1908 – Αθήνα 1984). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Πρωτοεμφανίστηκε ως ηθοποιός το 1928 στον Θίασο των Νέων και από το 1932 ανήκε στο δυναμικό του Εθνικού Θεάτρου, από το οποίο αποχώρησε, όταν στρατεύτηκε (1940).… … Dictionary of Greek
Κονδυλάκης, Ιωάννης — (Βιάννος Κρήτης 1862 – Ηράκλειο 1920). Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Οι γυμνασιακές σπουδές του στην Κρήτη και στην Αθήνα προχώρησαν άτακτα και ανώμαλα. Σε ηλικία 23 ετών, «μυστακοφόρος και σοβαρός», όπως αναφέρει θυμοσοφικά κάπου ο ίδιος, ήταν… … Dictionary of Greek